- ἄσχολος
- ἄσχολοςwithout leisuremasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… … Dictionary of Greek
ἀσχόλως — ἄσχολος without leisure adverbial ἄσχολος without leisure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχολον — ἄσχολος without leisure masc/fem acc sg ἄσχολος without leisure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλοις — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλου — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλους — ἄσχολος without leisure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλων — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχόλῳ — ἄσχολος without leisure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχολοι — ἄσχολος without leisure masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάσχολος — ον, ΜΑ ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄσχολος (πρβλ. πολυ άσχολος)] … Dictionary of Greek